- πολυνουκλεοτίδιο
- το, Ν(βιοχ.) αδιακλάδωτη αλυσίδα νουκλεοτιδίων συνδεδεμένων σε έναν σκελετό εναλλασσόμενων σακχάρου και φωσφόρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. polynucleotide (< πολυ-* + nucleotide «νουκλεοτίδιο»)].
Dictionary of Greek. 2013.